Pages Navigation Menu
maison resistante faite de bois best online poker website in america cheap gay cams

Το όραμα του Κολοκοτρώνη

kolokotronis2

 Το όραμα του Κολοκοτρώνη

 Αυτός που δεν προσκύνησε, τα Τούρκικα φουσάτα

 πολέμησε και νίκησε και έστησε μπαϊράκια.

 Αυτόν τον έτρεμε η Τουρκιά, τον παίνεσε και η Δύση,

 δεν κράτησε ποτέ φλουριά, το σπίτι του να χτίση.

  Και ήλθε καιρός που φύτρωσαν, τύχεις και αναμνήσεις

 και συ ελεύθερε έλληνα νάρθης να προσκυνήσεις.

 Πλέχτε στεφάνια μάραντα και βάλτε στον αντριάντα

 και βρέστε λόγια αθάνατα τιμήστε τον άνδρα.

kyali

Έβαλα το κιάλι, είδα τους Τούρκους όπου έρχοντο, οι έλληνες άρχιζαν να φεύγουν … εγώ έκανε κρύο, αέρας, επήρα από ένα τσοπανάκι το καποτάκι του, εκρύφτηκα σε κάτι κλαριά, τις δυό μου πιστόλες ανασηκωμένες, επροσπέρασαν οι Τούρκοι ή καποτίτσα με έσωσε.

krypsimokolokotronis

Εις το ηλιοβασίλεμα του ηλιου βγήκα ενάντια στους δικούς μας. Καθώς με είδαν με ρώτησαν: πού ήσουν; Εκεί πού με αφήσατε κρυμμένος. Την αυγή μου είπαν να πάμε προς το Λιοντάρι, εγώ τους είπα, εγώ δεν έρχομαι κάθομαι σε τούτα τα βουνά, που με γνωρίζουν τα πουλιά και με τρώνε καλύτερα. Δεν είχα δικό μου άνθρωπο, μόνο το άλογό μου, αφού έφυγαν κατέβηκα κάτω, ήταν μια εκκλησιά η Παναγιά στο Χρυσοβίτσι. Έκατσα και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου, βοήθησέ μας και τούτη τη φορά τους Έλληνες.

 ekklhsia

Εκεί κοντά στην εκκλησιά σταμάτησε ο γέρος. Κοίταξε γύρω, άγριο το μέρος, το άλογο στρέφει την ματιά του στον νιόβγαλτο χορτάρι, το αφήνει ο γέρος και ακουμπά στο ριζιμιά λιθάρι.

petraΣτην πέτρα κάθεται βαρύς, λίγη γαλήνη για να βρει. Μα η έννοια πάνω του κυλά, πέτρα βαριά και μαύρη. Έρμη Πατρίδα, λέει αργά. Στενάζει και δακρύζει. Κι’ ύστερα βόηθα Παναγιά με πόνο μουρμουρίζει, περνά η ώρα σκέπτεται, και αποσταμένος γέρνει. Και εκεί στην πέτρα η κούραση ύπνο κλεφτό του φέρνει, και τότε βλέπει όραμα: Μέσα στην εκκλησιά, προβαίνει Εκείνη ολόφωτη, με άσπρη φορεσιά. Γαλήνιο το βλέμμα της, μαζί και αυστηρό, και πάει κοντά στον γέροντα, με βήμα σταθερό. Ε! γέρο, λέει με ήρεμη αγγελική φωνή: κρίμα βαρύ, την μοίρα του ο άνδρας να θρηνεί. Δεν είσαι συ για να θρηνείς. Σήκω λοιπόν και τράβα, κι ας γίνει ο νους σου αστραπή και η ψυχή σου λάβα. Μέγας αγώνας σε καλεί, εμπρός λοιπόν προχώρα και στο πλευρό σου θα σταθεί ένας λαός, μια χώρα.

geros

Σαστίζει ο γέρος, με στηλά τα μάτια την κοιτάζει. Και μες στο θάμπος – Ιερό – ποια είσαι τι ρωτάει; Τι θες να μάθεις τ’απαντά, με λόγια ξεκομμένα. Πες με, αν θέλεις Παναγιά, πες με Αθηνά Παρθένα, είμαι το πνεύμα της φυλής από χιλιάδες χρόνια, που δεν αντέχει ποια να ζει στην μαύρη καταφρόνια. Ήλθεν η ώρα γέροντα, δεν το νοιωσες ακόμα; Σήκω λοιπόν και κοίταξε σ’ αυτό το αρχαίο χώμα που η Άνοιξη το ευωδίασε σκύψε να δεις καθάρια της Λευτεριάς που έρχεται τα φτερωτά αχνάρια. Αχ! Παναγιά μου βοήθα μας, ο γέροντας στενάζει. Και είναι η ματιά του δέηση ως το όραμα κοιτάζει.

 anoijh

Κλέφτη παλιέ του λέει, Αυτή, τα τόσα πόχεις πάθει, θα΄πρεπε τώρα από πολύ καιρό να σ’εχουν μάθει πως την βοήθεια που θες και την ζητάς με πόνο, μέσα σου μόνο θα την βρεις, σαν πίστη σου και μόνο. Έτσι είναι γέρο η λευτεριά, σε αυτόν μονάχα ανήκει, που θα κερδίσει μοναχός, με αίμα του τη νίκη. Αν λαχταρας της λευτεριά σε άλλον μην ελπίζεις, μόνος σου πάρτην αν μπορείς. Αλλιώς δεν την αξίζεις.

Μόνος μου κάνει ο γέροντας για κοίταξε Κυρά μου, με εγκατέλειψαν όλοι τους, κανείς ολόγυρά μου!!!

Και τότε, Αυτή του μίλησε, την γλώσσα αρχαίου μύστη. Κανείς δεν σε εγκατέλειψε, αν σου’μεινε η πίστη, η πίστη για το δίκιο σου αυτή μονάχα φτάνει. Και ολόγυρα σύνταχα θα δεις το ανθρωπομάνι. Κοίτα μπροστά σου ολόϊσια τραχύς ο δρόμος θάναι. Με πέτρες που ξεσκίζουνε, με αγκάθια που τρυπάνε, και αυτόν το δρόμο που τραβά από κορφή σε ρέμα. Θα τον χαράξεις σταθερά, με τις καρδιάς το αίμα. Εμπρός … στο χέρι το σπαθί και τον σταυρό στον ώμο, για αντάμωμα της λευτεριάς δεν έχω άλλο δρόμο. Και πως θα αντέξω, την ρωτά, στο διάβα τέτοιου δρόμου; Δεν έχω άνθρωπο κοντά, μονάχα το άλογό μου, Σου φτάνει τ’ αλογο, με αυτό θ’αρχίσεις την πορεία. Με αυτό θα φτάσεις και με αυτό θα μπεις στην ιστορία.

Φουρμάζει το άλογο πιο κει ο γέροντας ξυπνάει. Το χαλινάρι αρπάει. Κι ευθείς καβάλα ξεκινάει. Νάτον! Ψηλά στο διάσελο, προς τον σκοπό του οδεύει; Κι ο ήλιος ολοπόρφυρος, που αγάλια βασιλεύει, πελώρια ρίχνει την σκιά, του γέρους – στρατηλάτη, καθώς τον δρόμο της τιμής δείχνει καβάλα στ’ άτι.

Έτσι και πάλι προβάλει ο γέροντας μια μέρα, μπρούτζινο πάνω στο άλογο σ΄ελεύθερο αέρα. Εστήθηκε πελώριο να δείχνει τους αιώνες και στους λαούς πως γίνονται της Λευτεριάς οι αγώνες.

 

 

 

 

 

sex chat